- ανιπτοπους
- ἀνιπτόπουςἀνιπτό-πους-ποδος adj. с немытыми ногами (эпитет додонских жрецов) Hom.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνιπτόπους — with unwashen feet masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανιπτόπους — ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, ουν) αυτός που έχει άπλυτα πόδια (νεοελλ. μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι … Dictionary of Greek
ἀνιπτόποδα — ἀνιπτόπους with unwashen feet neut nom/voc/acc pl ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτοπόδων — ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόποδας — ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόποδες — ἀνιπτόπους with unwashen feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνιπτόπου — ἀνιπτόπους with unwashen feet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek